λουσάτος

λουσάτος
-η, -ο [λούσο]
1. ντυμένος με πολυτέλεια, καλλωπισμένος
2. (για πράγματα) κατασκευασμένος ή στολισμένος με πολυτέλεια, φιγουράτος («λουσάτο έπιπλο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λουσάτος — η, ο (λ. ιταλ.) 1. (για ανθρώπους), ντυμένος με πολυτέλεια, λουσαρισμένος: Κάνει παρέα μόνο με λουσάτους. 2. (για πράγματα), διακοσμημένος με πολυτέλεια, φιγουράτος: Έχουν λουσάτο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμπροντυμένος — η, ο ο ντυμένος λαμπρά, ο λουσάτος, ο λαμπροστόλιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. πολυέξοδος, πολυδάπανος: Κάνει ζωή πολυτελή. 2. μεγαλοπρεπής, πλούσιος, λουσάτος: Πολυτελής έκδοση βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιγουράτος — η, ο 1. αυτός που κάνει εντύπωση με την εμφάνισή του: Φιγουράτη γυναίκα. 2. λουσάτος, φανταχτός, φανταχτερός, χτυπητός: Φιγουράτη γραβάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”